Home » The Chant Review

Το “The Chant” ήταν ένα από τα παιχνίδια που αναμέναμε να κυκλοφορήσει.

Το παιχνίδι είναι παιδί της Brass Token. Μιας καινούργιας εταιρίας στο χώρο που ξεκίνησε τα indie games.

Το παιχνίδι ξεκινά με μια θεαματική, αν και λίγο μπερδευτική, αρχή. Μια αίρεση ψάλλει ώστε να ανοίξει μια πύλη από έναν άλλο, παράλληλο, κόσμο, προς το δικό μας. Ο πρωταγωνιστής της αρχικής σεκάνς, που παίζει το ρόλο tutorial, αρχίζει να έχει δισταγμούς και να τρέχει να ξεφύγει, τόσο από περίεργα πλάσματα όσο και από αιρετικούς που την κυνηγάνε.

Fast forward στο παρόν και η πρωταγωνίστρια μας, η οποία δεν είναι η ίδια με το tutorial, προσπαθεί να ξεφύγει από το άγχος της δουλειάς και της πόλης. Προορισμός της ένα απομονωμένο νησί, στο οποίο την περιμένει η αδελφή της, μαζί με μια ομάδα από yogi hippies, ώστε να βρεί την γαλήνη και την ηρεμία της.

Η ζωή στο νησί

Ξεκινώντας το κυρίως παιχνίδι ο ρυθμός πέφτει και ακολουθούμε την αδελφή μας μέχρι τον καταυλισμό. Όμορφο κλίμα, ήλιος, πουλάκια κελαηδούν, φυτά μεγαλώνουν και νιώθεις μια ηρεμία ακόμα και εσύ σαν παίκτης.

Που μπορεί να κολλάει σε όλο αυτό το ειδυλλιακό σκηνικό, οι δαίμονες που είδαμε στην αρχή; Είναι μια καλή ερώτηση.

Γνωρίζοντας τους υπόλοιπους κατοίκους του καταυλισμού, με μια πρώτη άποψη βλέπουμε ότι υπάρχει μια γαλήνη, ειρήνη και φιλία μεταξύ όλων. Η αλήθεια όμως είναι καλά κρυμμένη μέσα στα μυστικά του νησιού και του παρελθόντος. Πράγματα που βλέπουμε και ακούμε δεν είναι ακριβώς αυτά που φαίνονται. Το νησί το ίδιο έχει ένα αιματηρό παρελθόν γεμάτο μυστήριο και αιρετικές καταιγίδες.

Παρόλο που η ζωή πια είναι ειδυλλιακά χτισμένη, δεν ήταν έτσι και παλαιότερα. Όταν ξεκίνησε το παραφυσικό να γίνεται… φυσικό του νησιού.

Πίσω από την ηρεμία, την γαλήνη και το χαλαρό του νησιού, κρύβεται ένα μεγαλύτερο μυστικό το οποίο ξεκινάει από το παρελθόν και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Το adventure και το horror

Το “The Chant” στις ρίζες του είναι ένα horror survival παιχνίδι στα χνάρια του RE και του Silent Hill.

Το νησί αποτελεί μια μεμονωμένη οντότητα στην οποία μπορούμε να κινηθούμε ελεύθερα, αρκεί βέβαια να ξεδιαλύνουμε τα, κατά ομολογία, εύκολα puzzle ώστε να προχωρήσουμε παρακάτω.

Το πιο σημαντικό στοιχείο του παιχνιδιού είναι να επιλέξουμε από την αρχή πως θα παίξουμε τον χαρακτήρα μας. Μαζί με όλα τα στοιχεία και αντικείμενα που πρέπει να διαχειριστούμε σωστά, υπάρχουν και τρία στατιστικά, το mind, body και spirit. Κάθε ένα από αυτά λειτουργεί με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Το mind και το spirit είναι σαν το mana. Το ένα κατεβαίνει όταν πρέπει να κάνουμε κάποιο ξόρκι και το δεύτερο όταν επιτίθενται οι εχθροί μας με είδους ξορκιών. Το body, όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, είναι η ζωή που έχουμε. Κατεβαίνει από φυσικά χτυπήματα των εχθρών και είναι το πιο δύσκολο να το διαχειριστούμε.

Έχοντας, λοιπόν, αυτά τα τρία στοιχεία, όταν γίνεται το κακό και έρχονται στην διάστασή μας οι εχθροί, που ΦΥΣΙΚΑ δεν πρόκυται να σας πω τί ή ποιοί είναι μιας και αυτό είναι όλη η ιστορία του παιχνιδιού, τους αντιμετωπίζουμε κάπως ανορθόδοξα. Αυτό είναι και ένα από τα στοιχεία του παιχνιδιού που το ξεχωρίζουν από άλλα του είδους. Αντί, λοιπόν, να έχουμε σπαθιά, μαχαίρια, καραμπίνες, φλογοβόλα και ότι άλλο κατεβάσει ο νούς μας, έχουμε βότανα, μέντα, δίκταμο τσάι και ότι άλλο φυσικό γεννάει ένα νησί τίγκα στο πράσινο.

Για να φτιάξουμε τα όπλα ψάχνουμε για κλαδιά και βότανα, όχι για σφαίρες και νέα όπλα. Πρώτη φορά βλέπω ένα τόσο έξυπνα σχεδιασμένο σύστημα μάχης το οποίο γεννά το ερώτημα γιατί άλλα παιχνίδια δεν το έχουν χρησιμοποιείσει; Γιατί σε ένα παιχνίδι που κυνηγάω βρικόλακες να μην έχω αγιασμό, σκόρδα, σταυρούς κλπ αλλά να έχω καραμπίνες και μαχαίρια μόνο;

Ειδικά το γεγονός ότι μπορώ να κάνω stun τους εχθρούς με αλάτι με γυρνάει σε εποχές supernatural με τον Dean και Sam Winchester.

Στο horror κομμάτι, χωρίς να κάνω πολλά spoilers, μπορώ να πω πως δίνει αρκετά μαθήματα σε AAA παραγωγές. Παρόλο που τα τέρατα δεν είναι τρομακτικά αυτά καθεαυτά, ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να αποφασίσουμε αν θα εμπλακούμε σε μάχη ή όχι, ή αν θα πρέπει να κάνουμε οικονομία στα “πυρομαχικά” μας, καθιστούν το κομμάτι αυτό αρκετά πιεστικό και αγχωτικό. Ειδικά το γεγονός ότι υπάρχουν στοιχεία του παιχνιδιού που σε “ακολουθούν” (και όποιος κατάλαβε κατάλαβε) καθόλη την διάρκεια του παιχνιδιού, βοηθούν στο να νιώσει ο παίκτης μια κλειστοφοβία και μια λαοφοβία ταυτόχρονα.

Όχι και τόσο Ζεν διακοπές

Σε γενικές γραμμές το “The Chant” είναι μια πολύ καλή προσπάθεια ενός horror τίτλου.

Παρόλο που υπάρχουν αδυναμίες, όπως το ακουστικό κομμάτι που αφήνει περιθώριο εξέλιξης, το παιχνίδι είναι “σφηνάκι”. Η διάρκειά του είναι καλή, γύρω στις 10-15 ώρες ή γρηγορότερα, η ατμόσφαιρα του μας μεταφέρει σε ένα παραφυσικό κομμάτι του κόσμου και σε βάζει σε σκέψεις για το τί μπορεί να υπάρχει, όντως, εκεί έξω.

Υπάρχουν άνθρωποι και αιρέσεις που μαζεύονται έτσι και κάνουν επικλήσεις για παραφυσικά όντα και δαίμονες. Σε νησιά, στις πόλεις, ακόμα και ίσως στο γειτονικό κτήριο.

Ένα από τα καλύτερα σημεία του τίτλου είναι η ιστορία του και το πως αυτή έρχεται σιγά σιγά στο φώς μέσα από αποκκόματα εφημερίδων αλλά και memos από προηγούμενους “ενοίκους” του νησιού.

Το “The Chant” ήταν μια έκπληξη παιχνιδιού και θα αφήσει ικανοποιημένο όποιον ασχοληθεί. Ιδανικά για φίλους του είδους των παιχνιδιών τρόμου είναι κερασάκι στην τούρτα.

Συστήνεται με κλειστά μάτια!

You may also like

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More

Privacy & Cookies Policy